συγκατανέμω

συγκατανέμω
Α
1. περιλαμβάνω με όμοιο τρόπο, συνυπολογίζω («οἷς καὶ τὸν Ήλιόδωρον συγκατανείμειέ τις», Λογγίν.)
2. μέσ. συγκατανέμομαι
μοιράζομαι κάτι με άλλον («ἀπὸ Χαλκίδος... πλῆθος ἐλθὸν ξυγκατενείμαντο τὴν γῆν», Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξυγκατενείμαντο — συγκατανέμω count among aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατανείμασθαι — συγκατανέμω count among aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατανείμειε — συγκατανέμω count among aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατανέμεσθαι — συγκατανέμω count among pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”